- δάμασε
- δαμάζωoverpoweraor ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Δάμασε — Δάμασος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουκεφάλας — Το περίφημο άλογο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, που το δάμασε σε ηλικία 15 ετών. Κανείς από τους έμπειρους ιπποδαμαστές δεν είχε καταφέρει να ιππεύσει το ατίθασο αυτό άλογο και ο Αλέξανδρος ζήτησε να δοκιμάσει. Έστρεψε τότε το πρόσωπο του αλόγου έτσι… … Dictionary of Greek
δαμάζω — (AM δαμάζω) 1. κατανικώ, καταβάλλω 2. (για άγρια ζώα) ημερώνω, τιθασεύω μσν. νεοελλ. 1. (για φωτιά) σβήνω, καταστέλλω 2. (για ισχυρά συναισθήματα ή πάθη) συγκρατώ, ελέγχω νεοελλ. 1. επιβάλλω πειθαρχία σε κάποιον, τόν αναγκάζω να περιορίσει κακές… … Dictionary of Greek
Τραϊανός, Μάρκος Ούλπιος — (Marcus Ulpius Traianus, Ιταλική Ισπανία 53 – Σελινούς, Κιλικία 117). Ρωμαίος αυτοκράτορας, Ισπανικής καταγωγής. Ήταν ο πρώτος Ρωμαίος από επαρχία που ανέβηκε στον αυτοκρατορικό θρόνο. Αφού πολέμησε ένδοξα στη Γερμανία και στην Ανατολή και έγινε… … Dictionary of Greek
Δάμασ' — Δάμασα , Δάμασον neut nom/voc/acc pl Δάμασε , Δάμασος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δάμασ' — δάμασι , δάμασις taming fem voc sg δάμᾱσαι , δαμάω aor imperat mid 2nd sg (doric aeolic) δάμασαι , δαμάζω overpower aor imperat mid 2nd sg δάμασα , δαμάζω overpower aor ind act 1st sg (homeric ionic) δάμασε , δαμάζω overpower aor ind act 3rd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)